- ανθοδετική
- ηη τέχνη της τοποθέτησης νωπού ή αποξηραμένου φυτικού υλικού με ορισμένες αρχές σχεδίου, ενότητας, αρμονίας και ρυθμού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανθοδέτης — ο ο κατασκευαστής ανθοδέσμης, ο ειδικευμένος στην ανθοδετική. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + δέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφη μερίς) … Dictionary of Greek